- ελασίτης
- οθηλ. -ίτισσα αντάρτης του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.